- αγριάδι
- το1. είδος σουπιάς2. τόπος άγριος και χέρσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγριάδα < μτγν. επίθ. ἀγριάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek